φυλογονία

φυλογονία
η, Ν
η φυλογένεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο / φυλή + -γονία (< -γονος < γόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκ. Παπαϊωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυλογονία — η 1. η γένεση, η δημιουργία, ο σχηματισμός των φυλών. 2. η επιστήμη που εξετάζει τα σχετικά με τη γένεση και εξέλιξη των διάφορων ζωικών και φυτικών μορφών, σε συνδυασμό με τους διάφορους σταθμούς της εξέλιξης της γης. 3. καταγωγή, γένεση από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλογένεση ή φυλογονία — Η επιστήμη που εξετάζει τη γένεση και την εξέλιξη των φυτών, των ζώων και των διαφόρων γενών και ειδών τους, σε συνάρτηση με τους διάφορους σταθμούς εξέλιξης της Γης. Οι κυριότερες πηγές της φ. είναι η παλαιοντολογία, η συγκριτική ανατομία και η… …   Dictionary of Greek

  • φυλογονικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογονία 2. ο σχετικός με τις γενετήσιες σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. επίρρ... φυλογονικώς και φυλογονικά από φυλογονική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλογονία. Η λ., στον λόγιο τ. τού επιρρ. φυλογονικῶς,… …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

  • Χέκελ, Ερνστ Χάινριχ — (Haeckel, 1834 – 1919). Γερμανός φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσιογραφικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Βίρτσμπουργκ και της Βιέννης. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας και διευθυντής του ζωολογικού… …   Dictionary of Greek

  • φυλογένεση — η (βιολ.), η φυλογονία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλογονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογονία (βλ. λ.). 2. αυτός που αναφέρεται στις γενετήσιες σχέσεις των φύλων: Φυλογονικό ένστικτο (το γενετήσιο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”